- υδρόχαρις
- η / ὑδρόχαρις, -άριτος, ΝΑνεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υδροχαριτίδες τής τάξης υδροχαριτώδη και περιλαμβάνει έξι περίπου υδρόβια είδη τού Παλαιού Κόσμου και τής Αυστραλίαςαρχ.όνομα βατράχου στην Βατραχομυομαχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + χάρις. Ως επιστημον. όρος τής Νεοελληνικής, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. hydrocharis].
Dictionary of Greek. 2013.